Εσπερινός της Συγχωρήσεως – Ομιλία

Ἑσπερινός τῆς Συγχωρήσεως

Ὁμιλία τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρίου Ζαχάρου
τῆς ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ

Ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς στὴν ὁποία εἰσερχόμαστε εἶναι ὁ κατεξοχὴν χρόνος, κατὰ τὸν ὁποῖο ὁ Χριστιανὸς ἐργάζεται πάνω στὴν καρδιά του, γιὰ νὰ πετύχει τὴ θεία «ἐμπορία», δηλαδὴ τὴν ἀνταλλαγὴ τῆς πρόσκαιρης καὶ ἀνούσιας ζωῆς του μὲ τὴν ἀπερινόητη αἰώνια ζωὴ καὶ τὸ μέγα ἔλεος τοῦ Σωτῆρος Θεοῦ. Εἶναι ἡ περίοδος κατὰ τὴν ὁποία μὲ καθορισμὸ ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν «παρεμβολὴ» τοῦ κόσμου τούτου, μνημονεύοντας τὸν «ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν»[1] τῆς πίστεως, «Ἰησοῦν Χριστὸν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν»[2]. Εἶναι ἡ περίοδος ποὺ μὲ πόθο ὁ πιστὸς ἐκζητεῖ τὸ Πρόσωπο τοῦ Κυρίου καὶ τὴ διαλογὴ μαζί Του ἐνώπιος Ἐνωπίῳ. Εἶναι ἡ περίοδος ποὺ κατεργάζεται τρόπους γιὰ νὰ αὐξηθεῖ σὲ γνώση Θεοῦ, καὶ ἔτσι νὰ γίνει μέτοχος ζωῆς αἰωνίου. «Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν»[3].

Ὡστόσο, σύμφωνα μὲ τὴ Γραφή, χωρὶς καρδιὰ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀκατάλληλος πρὸς γνώση: «Κτήσασθαι γὰρ σοφίαν ἀκάρδιος οὐ δυνήσεται»[4]. Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι διανοητική, ἀλλὰ ὀντολογική. Δὲν ἐκδιδάσκεται σὲ πανεπιστημιακὰ ἕδρανα. Προϋποθέτει τὴν ἀγαπητικὴ κοινωνία τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ὡς ἐκ τούτου, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει βρεῖ καὶ δὲν ἔχει καλλιεργήσει τὴ βαθειὰ καρδιά του εἶναι ἀκατάλληλος γιὰ τὸ μεγαλειῶδες γεγονὸς τῆς ἐνοικήσεως τοῦ Θεοῦ μέσα του, τὸ ὁποῖο εἶναι καὶ ὁ προορισμός του, ὅπως μὲ ἔμφαση καὶ κατ’ ἐπανάληψη τονίζει ὁ Ἀπόστολος. «Ὑμεῖς γὰρ ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος»[5]. «Οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἐστιν;»[6]. «Χριστοῦ οἶκός ἐσμεν ἡμεῖς»[7].

Κτισμένος ὁ ἄνθρωπος κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ, φέρει στὰ στήθη του καρδιὰ ποὺ ἀπαιτεῖ «αἴσθησιν νοερὰν καὶ θείαν»[8]. Ὁ Θεὸς ἔπλασε «κατὰ μόνας» τὴν καρδιὰ τοῦ κάθε ἀνθρώπου, δηλαδὴ μὲ μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο τρόπο. Ἡ καρδιὰ εἶναι «τὸ πεδίο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα καὶ τῶν συγκρούσεων μὲ τὸ κακό»[9], ὁ τόπος ὅπου τὸ κοσμικὸ κακὸ ἡττᾶται· ὁ τόπος ὅπου «κυλᾶ ἡ γνήσια ἐν Χριστῷ ζωή»[10], ὅπου «τὰ φοβερὰ τελεσιουργεῖται»· εἶναι «ὁ μυστικὸς νυμφώνας»[11], ὅπου συντελεῖται τὸ «μεγαλειωδέστερο ὅλων τῶν γεγονότων στὴν ἱστορία τοῦ πεπτωκότος κόσμου, ἡ ἕνωση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο σὲ ἕνα»[12].

Ὅταν ὁ πιστὸς κατορθώσει νὰ βρεῖ τὴν καρδιά του καὶ νὰ τὴ στρέψει ἐξ ὁλοκλήρου καὶ ἀπαρέγκλιτα πρὸς τὸν Θεό, ὁ Κύριος τὴ γονιμοποιεῖ μὲ τὴν ἄφθαρτη σπορὰ τοῦ λόγου Του, τὴ σφραγίζει μὲ τὸ θαυμαστὸ καὶ παντοκρατορικὸ Ὄνομά Του καὶ τὴ λαμπρύνει μὲ τὴ διηνεκὴ καὶ χαρισματικὴ  παρουσία Του. Τότε τὴν ἀπεργάζεται σὲ ναὸ τῆς Θεότητός Του, ἱκανὴ νὰ ἀντανακλᾶ τὸ «εἶδός» Του, νὰ κιθαρίζει τὰ ἀπηχήματα τῆς ἀγάπης Του, νὰ βαστάζει τὸ Ὄνομά Του, νὰ γίνεται θεράπων τοῦ θελήματός Του.

Ἡ καρδιὰ χωρὶς τὴν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ ἀτροφεῖ· σταδιακὰ ἀπολιθώνεται καὶ νεκρώνεται. Ἐπιτελεῖ μόνον τὸν ρόλο της ὡς μυϊκὴ ἀντλία ποὺ στέλνει αἷμα στὰ μέλη τοῦ σώματος, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ἀχρειώνεται γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴν αἰωνιότητά Του. Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν καρδιά του κλειστὴ καὶ ἀπολιθωμένη, δὲν ἔχει κἂν ὑπόσταση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὅμως ζωοποιηθεῖ ἡ βαθειὰ καρδιὰ καὶ φλεχθεῖ μὲ τὴ θεία αἴσθηση, τότε ὁ ἄνθρωπος καθίσταται λυσιτελὴς καὶ πολύτιμος στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ[13]. Οἱ οὐρανοὶ ἐνωτίζονται τὴ φωνὴ μιᾶς καρδιᾶς ποὺ διψᾶ γιὰ τὸν Θεὸ τὸν ζῶντα.

Ἡ διάθεση τῆς συγχωρητικότητας συνιστᾶ τὴν καλύτερη προετοιμασία γιὰ τὴν παράσταση τῆς προσευχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἁπαλύνει τὴν καρδιά, τὴ μαλακώνει, τὴν καθιστᾶ εὔθετη νὰ «ἔχηται τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ» καὶ νὰ ἀναπλάθεται ἀπὸ αὐτήν. Γι’ αὐτὸ καὶ πρὶν τὴν ἔναρξη τοῦ Σταδίου τῶν Νηστειῶν, αὐτῆς τῆς διεγηγερμένης μὲ τὴ θεία χάρη περιόδου,  ἡ ἀμίαντη Ἐκκλησία ζητᾶ ἀπὸ τὰ τέκνα της νὰ συγχωρήσουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ὥστε ἡ καρδιά τους νὰ ἀφυπνισθεῖ καὶ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ ἀχθεινὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν παθῶν. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ μπορέσουν νὰ συνεργήσουν μὲ τὸν Θεὸ στὸ ἔργο τῆς ἀναγεννήσεώς τους.

Εἰδάλλως, ἐὰν ἡ καρδιὰ παραμείνει κλειστή, ὁ Θεὸς ἀποστρέφει τὸ Πρόσωπό Του ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Συνεπῶς, ὁ ἀσκητικὸς ἀγώνας τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας ἀποβαίνει μάταιος καὶ δὲν ὁδηγεῖ στὴ χάρη καὶ τὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ ἀσκητικὴ κακοπάθεια καταντᾶ μόνον ἕνας ἐξωτερικὸς φαρισαϊκὸς τύπος, χωρὶς ἀντίκρισμα στὴν αἰωνιότητα.

Στὸ Γεροντικὸ ὑπάρχουν ἱστορίες μοναχῶν ποὺ ἦταν ἀμελεῖς στὰ ἀσκητικά τους καθήκοντα. Ἐπειδὴ ὅμως οὐδέποτε ἔκριναν τοὺς ἀδελφοὺς καὶ εἶχαν διάθεση συγχωρητικότητας πρὸς ὅλους βρῆκαν σωτηρία. Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Μέγας θεωρεῖτο ὡς θεὸς πάνω στὴ γῆ, ὄχι γιὰ τὸν ἀσκητικό του ἀγώνα ἢ τὴ θαυματοποιΐα, ἀλλὰ διότι, ὅπως ὁ Θεὸς σκεπάζει τὴ γῆ, σκέπαζε καὶ αὐτὸς τὰ ἐλαττώματα τῶν ἄλλων καὶ ἦταν σὰν νὰ μὴν ἔβλεπε ὅσα ἔβλεπε καὶ σὰν νὰ μὴν ἄκουγε αὐτὰ ποὺ ἄκουγε[14]. Κάποιοι ἄλλωστε δυσκολεύονται λόγῳ φυσικῆς ἀδυναμίας ἢ ἀσθένειας στὸ ἔργο τῆς νηστείας. Ἐὰν ὅμως ἀφενὸς προσέχουν τοὺς λογισμούς τους καὶ δὲν κρίνουν, καὶ ἀφετέρου μὲ προθυμία συγχωροῦν τὰ παραπτώματα τῶν ἄλλων, σώζονται δωρεάν.

Ἡ νηστεία ἔχει μεγάλη ἀξία, διότι γίνεται ἀπὸ ὑπακοὴ στὸ πρόσταγμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο φυλάσσει τὴν ἑνότητα τοῦ πιστοῦ μὲ τὰ ἄλλα μέλη τοῦ Σώματος καὶ τὸν καθιστᾶ μέτοχο τῶν χαρισμάτων τους. Ἐπίσης, ἡ φυσικὴ ἀδυναμία ποὺ ἡ νηστεία συνεπάγεται δημιουργεῖ ἄλγος στὴν καρδιά. Ἂν ὁ πιστὸς ἔχει τὴ σοφία νὰ μεταποιήσει τὸν πόνο αὐτὸν σὲ πνευματικὴ ἐνέργεια διαλογῆς μὲ τὸν Θεό, ἡ προσευχή του θὰ ἀποκτήσει φτερά. Θὰ βρεῖ σημεῖο ἐπαφῆς μὲ τὸ Παράκλητο Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ καρδιὰ θὰ εὐφρανθεῖ μὲ τὴν ἄφατη παρηγοριά Του.

Ὡστόσο, ἡ νηστεία δὲν εἶναι αὐτοσκοπός. Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴ νηστεία καὶ τὴ σωματικὴ κακοπάθεια τοῦ πλάσματός Του. Ἔχει στηριγμένο ὅμως τὸ βλέμμα Του συνεχῶς στὴν καρδιά του, νὰ ἐρευνήσει κατὰ πόσο ἐκπληρώνεται ἐκεῖ ἡ διπλὴ μεγάλη ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλησίον. Ἡ συγχώρηση ἀποτελεῖ τὸ πρῶτο σκαλοπάτι στὴν κλίμακα τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς τελειότητας ποὺ προδιαγράφει ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, καὶ καθιστᾶ τὸν πιστὸ εὔθετο γιὰ τὴ διάβαση «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν», γιὰ τὴν εἴσοδο στὴν ἀνεκλάλητη χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως καὶ στὸ Φῶς τῆς αἰώνιας Βασιλείας.

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐντέλλεται τὴν ἀλληλοσυγχώρηση, διότι συνιστᾶ προϋπόθεση τῆς διαλογῆς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ πρόσωπο μὲ Πρόσωπο. Εἶναι ὁ μόνος τρόπος νὰ ἀνοίξει ἡ καρδιὰ στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἕνα ἀπὸ τὰ αἰτήματα τῆς θεοδίδακτης προσευχῆς «Πάτερ ἡμῶν» εἶναι: «Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». Ἡ συγχώρηση εἶναι ὅρος γιὰ τὴν παράσταση τῆς προσευχῆς, πολὺ περισσότερο ὅμως γιὰ τὴ φρικτὴ παράσταση τοῦ πιστοῦ Χριστιανοῦ στὴ Θεία Λειτουργία. Ἂν κάποιος ἔχει εἰλικρινὰ συγχωρέσει τὰ πάντα, τότε μὲ ἀνάλαφρη καρδιὰ προσθέτει στὸν ἁγιασμὸ τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τὸν ἁγιασμὸ τοῦ Μυστηρίου τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου.

Ὁ Θεὸς ἐρευνᾶ τὴν καρδιὰ τῶν δούλων Του. Ἂν ὁ ἄνθρωπος προφέρει μὲ τὰ χείλη του, «καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν», ἀλλὰ στὴν καρδιά του ἐναποκρύβονται δυσαρέσκεια, ἀρνητικὰ αἰσθήματα, ἐχθρότητα, μνησικακία, εἶναι σὰν νὰ λέει στὸν Θεό: «Βλέπεις τὴν καρδιά μου; Δὲν μπορεῖ νὰ συγχωρέσει. Μὴ μοῦ συγχωρεῖς καὶ τὰ δικά μου πταίσματα».

Μὲ τὴν ἐντολὴ τῆς ἀλληλοσυγχωρήσεως ὁ Θεὸς συγκαταβαίνει στὸ ἐπίπεδo τοῦ ἀνθρώπου καὶ σὰν νὰ ἦταν ἴσος μαζί του λέγει ταπεινὰ ὅτι, ἂν συγχωροῦμε, θὰ συγχωρηθοῦμε καὶ ἐμεῖς· βεβαίως, ἂν συγχωροῦμε ἀπὸ καρδίας. Δὲν εἶναι ἄραγε ἀφέλεια καὶ ἀφροσύνη νὰ ἀρνηθεῖ κάποιος νὰ συγχωρήσει τὰ μικρά, σχετικὰ καὶ περιορισμένα πταίσματα τοῦ πλησίον του, ἂν γνωρίζει ὅτι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ δεχθεῖ τὴ συγχώρηση τῶν πολλῶν καὶ χαλεπῶν ἐγκλημάτων μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς, ποὺ πρόσβαλαν τὴν ἄμωμη ἀγάπη τοῦ Δημιουργοῦ του;

Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐπισκιασμένη ἀπὸ τὶς θεῖες εὐεργεσίες, εἴτε αὐτὸς τὸ γνωρίζει εἴτε ὄχι. Τὰ πάντα εἶναι δάνεια χρηστότητας, δάνεια ἐλέους, δάνεια ἀγάπης, ἀκόμη καὶ ἡ κάθε ἀναπνοὴ ἀέρα, ἡ καθημερινὴ τροφή, τὸ γεγονὸς ὅτι ξημέρωσε ἀκόμη μία ἡμέρα. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὸ εἶναι του δανεικὸ ἀπὸ τὸν Θεό.

Ὡστόσο, πέρα ἀπὸ τὰ χρέη τῆς θείας χρηστότητας, ὁ ἄνθρωπος φέρει ἐπίσης τὸ ἄπειρο χρέος ποὺ δημιουργεῖ ἡ προδοσία του ἔναντι στὴν Πατρικὴ ἀγάπη. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ἁμαρτία εἰσῆλθε στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, σχεδὸν ὅλα του τὰ ἔργα εἶναι ψεκτά, ἀτελή, ἁμαρτωλά· εἶναι χρέη πρὸς τὸν Θεό. Ποιός μπορεῖ νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπὸ αὐτά; Κάθε ἐμπαθὴς κίνηση, κάθε λογισμὸς ποὺ λυπεῖ τὸ Πνεῦμα Του, κάθε ἀμέλεια, εἶναι ἕνα χρέος.

Τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα ἀλλοίωσε τὴ σύσταση τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, μόλυνε τὴ φύση του ἤδη ἀπὸ τὴν αὐγὴ τῆς ἀνθρώπινης ἡμέρας. Ἔκτοτε, ὅλοι γεννῶνται «ἐν ἁμαρτίαις» καὶ διακατέχονται ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου. Ὁ φόβος αὐτὸς κάνει τὸν ἄνθρωπο ἐγωιστὴ καὶ φίλαυτο. Στὴν πάλη του γιὰ ἐπιβίωση γίνεται ἱκανὸς γιὰ κάθε ἔγκλημα.

Στὸ πρωταρχικό, τὸ προπατορικὸ χρέος, ποὺ μεταδόθηκε σὰν λοιμώδης ἀσθένεια σὲ ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ὁ καθένας προσθέτει καὶ τὶς προσωπικές του ἁμαρτίες. Ἡ κοινὴ σὲ ὅλους ἁμαρτία εἶναι ἡ κακὴ χρήση τῶν ταλάντων ποὺ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο «κατὰ τὴν ἑκάστου δύναμιν», γιὰ νὰ ἐμπορευθεῖ καὶ νὰ κερδίσει τὴν αἰώνια ζωή. Ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος καὶ δὲν ἀναμένει ἀπὸ ὅλους νὰ παράγουν τὸ ἴδιο ἔργο. Ζητᾶ ὅμως νὰ πολιτευθοῦν μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ γεμίσουν μὲ τὴ χάρη Του τὸ δοχεῖο τῆς καρδιᾶς ποὺ διαθέτουν.

Ἡ συγχωρητικότητα τοῦ Θεοῦ γιὰ παραβάσεις ποὺ ἔχουν παραπικράνει τὴν ἀγαθότητά Του καὶ λυπήσει τὸ Πνεῦμα Του εἶναι ἀπόλυτη. Εἶναι ἄφεση χρέους μυρίων ταλάντων. Ἐνῶ ἡ συγχώρηση ποὺ δίδει ὁ ἄνθρωπος, ἀκόμη καὶ σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἔχουν ἀδικήσει, εἶναι σχετική. Συνιστᾶ χάρισμα ὀφειλῆς ἑκατὸ δηναρίων[15]. Ὁ Θεὸς ἀνταποδίδει «ἀγαθὰ ἀντὶ ἀγαθῶν» στὸν ἄνθρωπο ποὺ συγχωρεῖ τὸν πλησίον του, ἐκχέοντας πλούσια πάνω του τὴ χάρη τοῦ Οὐρανοῦ. Ἡ χάρη αὐτὴ μαρτυρεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ συγχώρεσε ἔχει συγχωρηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ σφραγίζει ὅτι αὐτὸς ἀνήκει στὸν Κύριο.

Στὴν ἐντολὴ τῆς ἀλληλοσυγχωρήσεως κρύβεται ἡ ἐπιθυμία ποὺ ἔχει ὁ Θεὸς νὰ ἀνταλλάξει τὴ ζωή Του μὲ τὴ ζωὴ τοῦ πλάσματός Του· κρύβεται ἡ ἐπιθυμία νὰ ἀποδώσει στὸν ἄνθρωπο «ἀντὶ τῶν φθαρτῶν τὰ ἄφθαρτα, ἀντὶ τῶν προσκαίρων τὰ αἰώνια, ἀντὶ τῶν ἐπιγείων τὰ οὐράνια». Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς του καὶ ἂν ὅλο τὸ περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς του τὸ προσφέρει στὸν Θεό, τότε καὶ Ἐκεῖνος θὰ τοῦ δώσει «πάντα τὰ Ἑαυτοῦ»[16]. «Ὁ σπείρων ἐπ’ εὐλογίαις, ἐπ’ εὐλογίαις καὶ θερίσει»[17]. Ἄνιση μέν, ἀλλὰ ἄκρως φιλάνθρωπη ἀνταλλαγή! Ἑπομένως, ἡ διάθεση συγχωρητικότητας ὡς ὅρος συμφιλιώσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, μακρὰν ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι αὐστηρός, εἶναι ἀπερίγραπτα φιλάνθρωπος καὶ προσκομίζει τοὺς αἰώνιους θησαυροὺς τῆς οὐράνιας Βασιλείας.

Ὁ Θεὸς ἐντέλλεται ἐπίσης τὴ συγχωρητικότητα, διότι χωρὶς αὐτὴ εἶναι ἀδύνατον γιὰ τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀποκαταστήσει τὴν εἰρήνη μὲ τὸν «βιαιότερο» ἀντίδικό του, τὴ συνείδηση[18]. Ἰδιαίτερα ὅταν κάποιος ἔχει φταίξει, χρειάζεται νὰ ταπεινωθεῖ πολὺ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνώπιον τοῦ ἀδελφοῦ του, γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἡ καρδιά του ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἀρνητικὴ ἐνέργεια καὶ νὰ γευθεῖ τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ.

Ἀκολουθώντας τὴν παράδοξη ἀνεστραμμένη εὐαγγελικὴ λογική, ὁ Κύριος δὲν ἐντέλλεται ἁπλῶς νὰ ζητᾶ ὁ ἄνθρωπος συγχώρηση καὶ συμφιλίωση, ὅταν ὁ ἴδιος ἔχει φταίξει, ἀλλὰ ἐπίσης ὅταν ὁ πλησίον του, δικαίως ἢ ἀδίκως, ἔχει θλιβεῖ ἐξαιτίας του. «Ἐὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ, ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου»[19]. Μόνον ἡ ταπεινὴ ἀγάπη ποὺ συγχωρεῖ ὅλους, ποὺ «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει»[20], δίνει τὴν παρρησία στὸν ἄνθρωπο νὰ προσφέρει τὸ δῶρο του στὸ θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης, ἡ ταπεινὴ ἀγάπη κάνει τὴ θυσία του δεκτή.

Δὲν ἀρκεῖ, ἑπομένως, μόνο νὰ συγχωρεῖ ὁ ἄνθρωπος τὰ πταίσματα τῶν ἄλλων. Χρειάζεται ἐπίσης νὰ ζητᾶ ὁ ἴδιος συγχώρηση γιὰ τὰ δικά του λάθη, ἑκούσια καὶ ἀκούσια. Οὔτε ἀρκεῖ νὰ βρεῖ ὁ Χριστιανὸς χάρη στὴν προσευχή του. Ὀφείλει νὰ συνεργασθεῖ μὲ τὸν Κύριο, νὰ γίνει ὄργανο τῆς Πρόνοιάς Του, ὥστε ἡ χάρη νὰ ἁπλωθεῖ καὶ σὲ ἐκείνους, μὲ τοὺς ὁποίους ἔρχεται σὲ ἐπαφή. Καὶ ἡ ἐκζήτηση συγχωρήσεως γίνεται ἀγωγὸς μεταδόσεως τῆς χάριτος.

Ἰδιαίτερα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζητᾶ συγχώρηση ἀπὸ κάποιον ποὺ εἶναι λυπημένος μαζί του, ἂν καὶ δὲν τὸν ἔχει ἀδικήσει, ἐνδέχεται ἡ ταπείνωση τοῦ πράγματος νὰ ἐγγίσει τὴν καρδιὰ ἐκείνου ποὺ τρέφει ἀρνητικὰ συναισθήματα καὶ νὰ ἀρχίσει μιὰ διαδικασία ἀνακαινίσεως στὴ ζωή του. Τότε ὁ ἄνθρωπος ποὺ ταπεινώθηκε καὶ ζήτησε συγχώρηση, γίνεται συνεργὸς Θεοῦ γιὰ τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀδελφοῦ.

Βεβαίως, στὴν ἐκζήτηση καὶ στὴν ἀπόδοση συγχωρήσεως, ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ προσθέτει καὶ μιὰ δόση ἀγάπης, ποὺ σὰν σπίθα θὰ ἀνάψει τοὺς σβησμένους ἄνθρακες στὴν καρδιά, ὥστε νὰ ἀνέβει ἡ προσευχή του ὡς θυμίαμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Μονογενὴς καὶ Ἠγαπημένος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ πρόσφερε τὸν Ἑαυτό Του θυσία καὶ ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἀπολύτρωση, ἁγιασμὸς καὶ σωτηρία. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δεχθεῖ τὴ μεσιτεία τοῦ Χριστοῦ, καὶ συγχωρήσει ἀπὸ καρδιᾶς τὸν ἀδελφό του, τότε οἰκειοποιεῖται τὸν καρπὸ τῶν ἀπερινόητων παθημάτων Του, τὴν ἄφεση τῶν παραπτωμάτων του, τὴ συμφιλίωση μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὴν αἰώνια σωτηρία. Ἀντιθέτως, ὅταν κλείσει τὴν καρδιά του καὶ δὲν συγχωρεῖ τοὺς ἄλλους, εἶναι σὰν νὰ ἀκυρώνει τὴ θυσία τοῦ Σταυροῦ· ἀκυρώνει τὴ μεσιτεία τοῦ Χριστοῦ ὡς «Σωτῆρος πάντων ἀνθρώπων»[21].

Ἡ ἀλληλοσυγχώρηση προπαρασκευάζει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀποκτήσει ὡς περιεχόμενο τὴ χάρη τῆς ἀφέσεως τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὁποία ἡ ζωὴ τοῦ ἀδελφοῦ γίνεται δική του ζωή. Ἐπίσης ὅμως ἡ ζωὴ τοῦ Θεοῦ γίνεται τὸ περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς του. Καὶ ἡ εὐχὴ τῆς συγχωρήσεως ἀνοίγει τὴν καρδιὰ τοῦ πιστοῦ καὶ τὴν πλαταίνει, γιὰ νὰ ἀγαπήσει μέχρι τέλους καὶ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Τὴν προετοιμάζει γιὰ τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς ἐνοικήσεως μέσα της τοῦ «Βασιλέως τῶν βασιλευόντων καὶ Κυρίου τῶν κυριευόντων»[22]. Ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὸ θεῖο μέτρο τοῦ προστάγματος τοῦ Κυρίου: «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ Πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστίν»[23].

Ὡς ἐκ τούτου, μὲ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐντολῆς τῆς συγχωρήσεως ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἀναπτυχθεῖ σὲ τέλεια ὑπόσταση κατ’ εἰκόνα τῆς Ὑποστάσεως τοῦ Νέου Ἀδάμ, τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ περιπτυχθεῖ ὅλον τὸν οὐρανὸ καὶ ὅλη τὴ γῆ στὰ πλάτη τῶν αἰώνων.

Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἀλληλοσυγχώρηση δὲν ἀνοίγει μόνον τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ τὴν προετοιμάζει νὰ γίνει θεσπέσιο κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνισχυμένη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ νὰ προσαγάγει στὸν Θεὸ ὅλο τὸ γένος τοῦ Ἀδὰμ μὲ δέηση μεσιτείας.

Ὁ Χριστιανὸς καλεῖται νὰ ἀρχίσει μὲ μηδαμινοὺς ἀσκητικοὺς ἄθλους, μὲ τὴ συγχώρηση τῶν μικρῶν πταισμάτων τοῦ ἀδελφοῦ. Τὸ τέλος ὅμως αὐτῆς τῆς ἀσκήσεως εἶναι τὸ θεῖο μέτρο ποὺ ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἑνωθεῖ μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ μεταδοθεῖ ἡ κατάσταση τοῦ Χριστοῦ, διότι τότε κληρονομεῖ τὴν ἀπερίγραπτη δωρεὰ τῆς θείας υἱοθεσίας.

Βεβαίως, ἡ συγχώρηση τῶν πταισμάτων τῶν ἄλλων ὑπερβαίνει τὴν πεπτωκυῖα ἀνθρώπινη φύση. Μὲ τὴ στενὴ ἀνθρώπινη λογικὴ ἡ συγχωρητικότητα ἐμφανίζεται ὡς ἀδυναμία καὶ μωρία. Ἡ θεία δικαιοσύνη ὅμως διαφέρει ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ὅπως τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ταπεινὴ καὶ εἰς τέλος ἄμωμη ἀγάπη Του, ποὺ συγχωρεῖ τὰ πάντα. Οἱ Χριστιανοὶ ἀντλοῦν τὴ δύναμη νὰ ἀντισταθοῦν στὰ πρότυπα τοῦ κόσμου καὶ νὰ ταπεινωθοῦν ζητώντας καὶ δίδοντας συγχώρηση ἀπὸ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Κυρίου πάνω στὸν Σταυρό, ὅπου τὴν ὥρα τῆς ἄκρας ταπεινώσεως καὶ κενώσεώς Του προσευχόταν: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσιν»[24]. Ἄλλωστε, ἂν ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε προφέρει αὐτὸν τὸν λόγο, θὰ ἦταν ἀδύνατη ἡ μετάνοια γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅπως ἐπίσης ἡ συμφιλίωσή του μὲ τὸν Θεό.

Ὁ Θεὸς κατὰ τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ τιμᾶ τὰ μέλη τοῦ Σώματός Του μὲ τὸ προνόμιο νὰ ἀνανεώσουν τὴ ζωή τους. Ἡ περίοδος αὐτὴ πρόκειται νὰ εἶναι μιὰ παράσταση μετανοίας καὶ ἑκούσιου πνευματικοῦ πένθους. Ὁ Κύριος ὅμως ὡς ἀντίδωρον χαρίζει ἄφθονα, «οὐκ ἐκ μέτρου»[25], τὴν ἄφθαρτη παρηγοριὰ τοῦ Πνεύματός Του καὶ πληροῖ τὴν καρδιὰ τῶν πιστῶν δούλων Του μὲ τὴν ἄμωμη ἀγάπη Του, τὴ μόνη ἀγάπη ποὺ προσκομίζει ζωὴ καὶ ἀνάσταση.

[1]. Βλ. Ἑβρ. 12,2.

[2]. Βλ. Β’ Τιμ. 2,8.

[3]. Ἰωάν. 17,3.

[4]. Παροιμ. 17,16.

[5]. Β’ Κορ. 6,16.

[6]. Α’ Κορ. 6,19.

[7]. Βλ. Ἑβρ. 3,6.

[8]. Βλ. Παροιμ. 15,14· βλ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 3, 20-21, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τόμ. Α’, ἔκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 21988, σ. 430-432.

[9]. Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σσ. 12 καὶ 53.

[10]. Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 12.

[11]. Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 12.

[12]. Βλ. Περὶ Προσευχῆς, σ. 231.

[13]. Πρβλ. Α’ Πέτρ. 3,4.

[14]. Βλ. Ἀποφθέγματα τῶν ἁγίων καὶ ὁσίων Πατέρων, Περὶ τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, στίχος λβ’, PG 65, 273D.

[15]. Πρβλ. Ματθ. 18,23-35.

[16]. Βλ. Λουκ. 15,31.

[17]. Β’ Κορ. 9,6.

[18]. Βλ. Ὁ Μέγας Κανών, ὠδὴ δ’.

[19]. Ματθ. 5,23-24.

[20]. Α’ Κορ. 13,7.

[21]. Βλ. Α’ Τιμ. 4,10.

[22]. Βλ. Α’ Τιμ. 6,15.

[23]. Λουκ. 6,36.

[24]. Λουκ. 23,34.

[25]. Βλ. Ἰωάν. 3,34.