Ομιλία για την Εθνική Εορτή της 28ης Οκτωβρίου

ΟΜΙΛΙΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Κ. ΣΤΑΥΡΙΑΝΑΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ 28 ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
ΣΤΟΝ ΚΑΘΕΔΡΙΚΟ ΝΑΟ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ 29 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2023

Σήμερα γιορτάζουμε την 83 η επέτειο του Ελληνοιταλικού πολέμου του 1940 – 41, γνωστού και ως το
“Έπος του 40” ή η “Eπέτειος του ΟΧΙ”. Είναι η άλλη μεγάλη Εθνική Εορτή των Ελλήνων, που μαζί με
την επέτειο της Εθνικής Παλιγγενεσίας με την Επανάσταση του 1821, που γιορτάζουμε στις 25
Μαρτίου, αποτελούν τους πυλώνες της νεότερης ελληνικής ιστορίας και εκφράζουν το βάθος της
ψυχής του ελληνικού έθνους. Ο πόλεμος αυτός διαδραματίστηκε στη Βόρεια Ελλάδα, κυρίως στην
Ήπειρο και στη Δυτική Μακεδινία σε πρώτη φάση και στη συνέχεια στην Αλβανία, και ήταν προιόν
της επεκτατικής πολιτικής του φασιστικού καθεσττώτος του δικτάτορα της Ιταλίας Μπενίτο
Μουσολίνι. Η Ιταλία είχε ήδη κατακτήσει την Αλβανία την άνοιξη του 1939 και την επόμενη χρονιά,
το 1940, ο Μουσολίνι, έχοντας ως πρότυπο τον Αδόλφο Χίτλερ, θέλησε να αποδείξει στούς
συμμάχους του του Άξονα, τη ναζιστική Γερμανία, ότι μπορεί και αυτός να οδηγήσει τη χώρα του σε
ανάλογες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Έτσι λοιπόν, τις πρώτες πρωινές ώρες της 28 ης Οκτωβρίου του
1940 ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα Εμμανουέλε Γκράτσι, επέδωσε ιδιόχειρα στον Έλληνα
Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά στην κατοικία του τελεσίγραφο του Μουσολίνι. Το τελεσίγραφο
αυτό απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την ελληνοαλβανική μεθόριο,
προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει απροσδιόριστα στρατηγικά σημεία της Ελληνικής
Επικράτειας, όπως λιμάνια, αεροδρόμια κτλ. Ο Μεταξάς αμέσως και χωρίς δισταγμό απέρριψε το
τελεσόγραφο με τα λόγια, στα γαλλικά “Alors, c’est la guerre” (“Λοιπόν, έχουμε πόλεμο”), το οποίο
μεταφράζεται σε ένα μεγάλο ΟΧΙ. Η απάντηση στο Ιταλικό τελεσίγραφο θεωρείται από πολλούς
ιστορικούς αποτέλεσμα πίεσης της κοινής γνώμης και με το ΟΧΙ ο Μεταξάς διερμήνευσε τη θέληση
της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.

Μέσα σε λίγες ώρες ξεκίνησε η ιταλική επίθεση, ενώ ο Μεταξάς απηύθηνε διάγγελμα προς τον
ελληνικό λαό. Ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους τραγουδώντας με ενθουσιασμό πατριωτικά
τραγούδια και αντι-ιταλικά συνθήματα. Εθελοντές σε ολόκληρη τη χώρα, άνδρες και γυναίκες,
έσπευσαν στα στρατολογικά γραφεία για να καταταγούν. Παράλληλα τέθηκε σε κίνηση ο πολεμικός
μηχανισμός της χώρας και άρχισε η συγκέντρωση και προώθηση των στρατιωτικών μονάδων προς
το μέτωπο. Τα πενιχρά μέσα που διέθετε η Ελλάδα, και ιδιαίτερα τις κραυγαλέες ελλείψεις σε
μηχανοκίνητα, αναπλήρωσαν ο άκρατος ενθουσιασμός και η καρτερία των στρατευμένων Ελλήνων,
που έσπευσαν στο μέτωπο ύστερα από εξαντλητικές πορείες. Ποτέ πριν οι Έλληνες δεν έσπευσαν
στο μέτωπο με τον ενθουσιασμό που έσπευσε η γενιά του ’40. Συσσωρευμένες προσβολές και
προκλήσεις από τον εχθρό, αλλά και οι ταπεινώσεις από τη δικτατορία, ασφαλως συνέβαλαν στο
εκρηκτικό εκείνο πανηγύρι που έφερνε τη λύτρωση. Η απόφαση της Ελλάδας να αντισταθεί
προκάλεσε εκδηλώσεις θαυμασμού σε όλο τον ελεύθερο κόσμο, και ιδιαίτερα στην Αγγλία. Ο
βασιλιάς της Αγγλίας Γεώργιος και ο πρωθυπουργός Ουίνστων Τσώρτσιλ έστειλαν θερμά
συγχαρητήρια. Το τηλεγράφημα του Τσώρτσιλ τελείωνε με την υπόσχεση “Θα σας παράσχωμεν
όλην την δυνατήν βοήθειαν μαχόμενοι εναντίον κοινού εχθρού και θα μοιρασθώμεν την κοινήν
νίκην“.

Στο μέτωπο τώρα η κατάσταση των εμπολέμων είχε ως εξής : Οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις
σε όλη τη συνοριακή γραμμή μεταξυ Ελλάδας και Αλβανίας αριθμούσαν αρχικά περίπου 35,000
άνδρες, έναντι περίπου 87,000 Ιταλών στρατιωτών. Οι δυνάμεις αυτές αυξήθηκαν με την εξέλιξη
του πολέμουσε σε περίπου 250,000 Έλληνες, περιλαμβανομένου του εκστρατευτικού σώματος από
την Κύπρο με 5,000 άνδρες, και από την άλλη πλευρά περίπου 565,000 Ιταλούς.

Ήδη από τις πρώτες ημέρες του πολέμου οι επανειλημμένες προσπάθειες των Ιταλών να
διασπάσουν την κύρια αμυντική γραμμή των Ελλήνων στην Ήπειρο συνετρίβησαν απο τις δυνάμεις
της VIII Μεραρχίας υπό τον διακεκριμένο υποστράτηγο Χαράλαμπο Κατσιμήτρο. Στον πόλεμο αυτό
την αρχηγία του Ελληνικού Γενικού Επιτελείου Στρατού είχε ο αντιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος.
Στο πεδίο των μαχών διεκρίθησαν μαζί με τον Κατσιμήτρο και ο αντιστράτηγος Ιωάννης Πιτσίκας, οι
υποστράτηγοι Βασίλειος Βραχνός και Γεώργιος Στανωτάς, καθώς και ο ηρωικός συνταγματάρχης
Κωνσταντίνος Δαβάκης, επί κεφαλής του θρυλικού “Aποσπάσματος Πίνδου”, που κατήγαγε την
πρώτη μεγάλη νίκη εναντίον των Ιταλών. Εκείνοι όμως που έγραψαν με ανεξίτηλα γράμματα το
“Έπος του ‘40 “, πολλοί από τους οποίους έδωσαν το αίμα τους στον τίμιο αυτό αγώνα της
πατρίδας, ήταν οι απλοί στρατιώτες, οι άγνωστοι ήρωες του 1940.

Ο ελληνοιταλικός πόλεμος διακρίνεται σε τρεις (3) περιόδους : α) από τις 28/10 μέχρι τις
13/11/1940, περίοδος κατά την οποία τα ελληνικά στρατεύματα απέκρουσαν με επιτυχία την
ιταλική επίθεση, β) από τις 14/11/1940 μέχρι τις 6/01/ 1941 με την αντεπίθεση και την αλματώδη
προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Βόρειο Ήπειρο ύστερα από επανειλημμένες νίκες, και
γ) από τις 7/01 και μετά, κατά την οποία διατηρήθηκε η προηγούμενη κατάσταση, μέχρι την
επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας κατά της Ελλάδας τον Απρίλιο του 1941.

Η απόκρουση της ιταλικής εισβολής από τον ελληνικό στρατό ήταν η πρώτη νίκη των Συμμάχων
κατά των δυνάμεων του Άξονα και ανύψωσε το ηθικό των λαών στη σκλαβωμένη Ευρώπη.

Στη συνέχεια ο Ελληνικός Στρατός αντεπιτέθηκε και ανάγκασε τον Ιταλικό Στρατό σε υποχώρηση.
Με τη πολεμική κραυγή “Αέρα“ σε μικρό χρονικό διάστημα οι ελληνικές δυνάμεις είχαν προωθηθεί
στο ένα τέταρτο σχεδόν , του εδάφους της Αλβανίας, καταλαμβάνοντας τις πόλεις : Κορυτσά, που
ήταν η πρώτη πόλη που καταλήφθηκε από τα ελληνικά στρατεύματα στις 22/11 και στη συνέχεια το
Πόγραδετς στις 30,11, μετά από σκληρές μάχες το παραλιακό λιμάνι των Αγίων Σαράντα στις 6/12,
το Αργυρόκαστρο στις 8/12, τη Χειμάρρα την παραμονή των Χριστουγέννων του 1940, καθώς και
την Κλεισούρα, με το εκεί στρατηγικής σημασίας οχυρωμένο πέρασμα, στις 3 Ιανουαρίου 1941.
Έτσι, απελευθερώθηκαν ουσιαστικά όλα τα εδάφη της Βορείου Ηπείρου.

Κτά την τελευταία περίοδο του πολέμου η μεγάλη αερινή αντεπίθεση των Ιταλών τον Μάρτιο του
1941 απέτυχε, γεγονός που σφράγισε τη συνολική νίκη των Ελλήνων στο μέτωπο.

Στη συνέχεια η γερμανική επίθεση άρχισε στις 6 Απριλίου, με τους Ιταλούς να επιχειρούν και αυτοί
νέα επίθεση. Ο Ελληνικός Στρατός, από τις 12 Απριλίου και μετά, άρχισε να υποχωρεί από την
Αλβανία για να μην περικυκλωθεί από τους προελαύνοντες Γερμανούς. Ακολούθησε η
συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς στις 20 Απριλίου και με τους Ιταλούς στις 23 Απριλίου 1941, με
τις οποίες ο ελληνοιταλικός πόλεμος πήρε τυπικά τέλος.

Ένας σημαντικός και απρόβλεπτος παράγοντας στον πόλεμο αυτό ήταν η επέλευση ενός βαρύ
χειμώνα. Από τον Δεκέμβριο και μετά, ο μεγαλύτερος εχθρός δεν ήταν πιά ο αντίπαλος, αλλά ο
χειμώνας, το χιόνι που είχε σκεπάσει τα πάντα, και το θανάσιμο κρύο που πάγωνε κάθε ζωντανή
ύπαρξη. Επιμελητείες και Ανεφοδιασμοί εξαρθρώθηκαν, και για τους δύο εμπολέμους, και ο
αγώνας στο εξής ήταν πρώτα και κύρια αγώνας επιβίωσης. Τα κρυοπαγήματα έκαναν θραύση στα
πόδια των στρατιωτών και τα νοσοκομεία γέμισαν από ακρωτηριασμένους πολεμιστές. Οι νέοι με
τις πατερίτσες έγιναν ένα γνώριμο φαινόμενο τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ιταλία. Το χιόνι, το
πολικό κρύο, τα κρυοπαγήματα, η λάσπη, η βρωμιά και η ψείρα, τα παγωμένα πτώματα ανδρών και
ζώων, και το φάσμα του ακρωτηριασμού και του αργού θανάτου αποτελούν και αυτά μιά άλλη
πλευρά του πολέμου.

Ο απολογισμός για τις απώλειες όλων των μετώπων και μαχών του ελληνοιταλικολύ πολέμου
ανέρχεται από της πλευράς των Ελλήνων σε 13,325 νεκρούς και 42,485 τραυματίες, καθώς και
1,531 αιχμαλώτους και περίπου 25,000 άνδρες με κρυοπαγήματα. Αντίστοιχα οι Ιταλοί είχαν
13,755 νεκρούς και 50,874 τραυματίες, με 21,153 αιχμαλώτους και περίπου 12,400 με
κρυοπαγήματα.

Η αρχική ελληνική νίκη κατά των Ιταλών είχε σοβαρή επίπτωση στην έκβαση του Β’ Παγκοσμίου
Πολέμου. Η αναγκαστική γερμανική επέμβαση , εκτός του ότι προκάλεσε απώλειες σε αεροσκάφη
και αλεξιπτωτιστές κατά την περίφημη Μάχη της Κρήτης τον Μάιο του 1941, υποχρέωσε τους
Γρμανούς να αναβάλουν την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου να βοηθήσουν τους
συμμάχους τους Ιταλούς που έχαναν τον πόλεμο στην Ελλάδα. Η καθυστέρηση της “Επιχείρησης
Μπαρμπαρόσα “ ενέπλεξε τους Γερμανούς στις σκληρές συνθήκες του ρωσικού χειμώνα με
αποτέλεσμα την τεράστια ήττα τους στο ρωσικό μέτωπο.

Η σημασία όμως του ελληνοιταλικού πολέμου συνίσταται κυρίως στον αντίκτυπο που είχε στον
κόσμο γενικά. Ήταν ο θανάσιμος αγώνας μιάς μικρής και φτωχής χώρας και ενός λαού που
πολεμούσε για την τιμή και την αξιοπρέπειά του, καθώς και για τις βασικές αξίες του πολιτισμένου
κόσμου και τα ανθρώπηνα δικαιώματα που απειλούνταν σε ένα κόσμο που φαινόταν να
υπερισχύουν η ωμή και απροκάλυπτη βία, η αυθαιρεσία, η προδοσία, ο καιροσκοπισμός η
υστεροβουλία και η απεμπόληση όλων εκείνων των δικαιωμάτων, για την εξασφάλιση των οποίων
η ανθρωπότητα είχε πληρώσει ακριβό τίμημα επί πολλές γενεές. Το “ελληνικό παράδειγμα “ έδινε
θάρρος στους χειμζόμενους λαούς που είχαν χάσει την ελευθερία τους, καθώς και σε εκείνους που
πολεμούσαν να την κρατήσουν.

Στο εσωτερικό της χώρας, στις εφημερίδες κυριαρχούσε ο τσολιάς, το τσαρούχι και οι
γελοιογραφίες του Μουσολίνι. Στα θέατρα, η εύθυμη επιθεώρηση, παράγωγο και αυτή του
πολέμου κατά της Ιταλίας. Και η τραγουδίστρια της νίκης, η Σοφία Βέμπο, με τα τραγούδια της,
όπως το “παιδιά της Ελλάδος παιδιά “ συγκλόνιζε και συνέπερνε τις ψυχές των Ελλήνων.
Τέλος η Εκκλησία της Ελλάδος, εις αναγνώριση της μεγάλης σημασίας της επετείου της έναρξης του
ελληνοιταλικού πολέμου, μετέθεσε τον εορτασμό της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου από
την 1 η Οκτωβρίου στη 28 η Οκτωβρίου.

Το “Έπος του ‘40“ συνετέλεσε στην ανάδειξη του πατριωτισμού και της ομοψυχίας των Ελλήνων,
καθώς και στην αδιάσειστη προσήλωση του έθνους στο υπέρτατο αγαθό, αυτό της ελευθερίας.
Με υπερηφάνεια λοιπόν και ως φόρο τιμής στους ηρωικούς πολεμιστές, ας βροντοφωνήσουμε

“Ζήτω η 28 η Οκτωβρίου “,

“Ζήτω η Ελλάδα “,

“Ζήτω το έθνος “